-
1 περιθυμος
См. также в других словарях:
περίθυμος — περίθῡμος , περίθυμος very wrathful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίθυμος — ον, Α πολύ οργισμένος. επίρρ... περιθύμως και περίθυμον με πολλή οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θυμός] … Dictionary of Greek
περιθύμως — περιθύ̱μως , περίθυμος very wrathful adverbial περιθύ̱μως , περίθυμος very wrathful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίθυμον — περίθῡμον , περίθυμος very wrathful masc/fem acc sg περίθῡμον , περίθυμος very wrathful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
περιθύμους — περιθύ̱μους , περίθυμος very wrathful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)