-
1 μαρτυρέω
Aμαρτυρηθήσομαι Is.8.13
, D.19.40; μαρτυρήσομαι in pass. sense, X. (v.infr. 9), D. 57.37: [tense] aor. ἐμαρτυρήθην: [tense] pf.μεμαρτύρημαι Antipho 6.16
, used in act. sense, LXX Ge.43.3:—bear witness, give evidence:—Constr.:1 abs., Simon. 4.7, Pi.I.5(4).48;μαρτυροῦντι πιστεύειν Antipho 2.2.7
; (iii B.C.), cf. SIG953.19 (Calymna, ii B.C.), etc.2 c. dat. pers., bear witness to or in favour of another, confirm what he says, A.Eu. 594, Hdt. 8.94, etc.; μαρτυρέει μοι τῇ γνώμῃ, ὅτι .. bears witness to my opinion, that.., Id.2.18, cf. 4.29; ; esp. bear favourable witness to, give a good report of a person, IG22.657 (iii B.C.), etc.;πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ Eu. Luc.4.22
. b. c. dat. rei,μ. τῇ διαθήκῃ POxy.494.33
(ii A.D.), etc.3 c. acc. rei, testify to a thing, Alc. 102, Pi.O.13.108, S.Ant. 515, Pl.Phdr. 244d;μ. τινί τι Pi.O.6.21
, A.Supp. 797 (lyr.).5 c. inf., testify that a thing is, Heraclit. 34, S.OC 1265, etc.; τίς σοι μαρτυρήσει ταῦτ' ἐμοῦ κλύειν; that he heard.. ? Id.Tr. 422, cf. E.Hipp. 977;ὁ κληθεὶς μαρτυρείτω ἀληθῆ μαρτυρεῖν PHal.1.225
(iii B.C.): rarely c. part.,μαρτυρεῖτέ [μοι].. ῥινηλατούσῃ A.Ag. 1184
;μ. τισὶ παραγινομέναις D.H. 8.46
.6 μ. τινὶ ὡς .. A.Ag. 494, cf. Pl.Grg. 523c;σώματα.. ὡς ἔστιν, αὐτὴ ἡ αἴσθησις.. μ. Epicur. Ep.1p.6U.
; μ. ὅτι .. X.Vect.4.25.7 μ. τινὶ τῆς συμμαχίας testify to, acknowledge the value of his alliance, J.AJ13.5.3.8 c. acc. cogn.,μαρτυρίαν μ. Is. 11.25
, Pl.Erx. 399b; μ. ἀκοήν give hearsay evidence, D.57.4; μ. ψεῦδος, ψεύδη, bear false witness, Amips. 13, Diph. 32.16;τὰ ψευδῆ Lys. 19.4
;τἀληθῆ Aeschin. 1.46
:—[voice] Pass.,μαρτυρίαι μαρτυρηθεῖσαι D. 47.1
; , cf. Lys. 13.66.9 impers. in [voice] Pass., παρ' ἄλλου ποιητοῦ μαρτυρεῖται testimony is borne by.., Pl.Prt. 344d; οἶδα.. μαρτυρήσεσθαί μοι ὅτι .. X.Mem.4.8.10, cf.Ap.26; μεμαρτύρηται ὑμῖν testimony has been given before you, Lys. 19.55, Is.9.5.10 [voice] Pass., μαρτυρεῖταί μοι σοφία is ascribed to me, D.H. 2.26; μαρτυροῦμαι ἐμπειρίαν I have it ascribed to me, Plu. 2.58a, cf. Luc.Sacr.10;καλοκἀγαθίαν μαρτυρούμενος J.AJ 15.10.5
; μαρτυροῦμαι ἐπί τινι I bear a character for.., Ath. 1.25 f; ἄνδρας μαρτυρουμένους men whose character is approved by testimony, Act.Ap.6.3;τεχνίτας.. μαρτυρηθέντας ὑπό τινος SIG799.28
(Cyzicus, i A.D.); ([place name] Abydos).II Astrol., to be in aspect with, c. dat., Ptol.Tetr. 123;μ. τὴν μοῖραν Cat.Cod.Astr.7.226
:—[voice] Pass., Nech. ap. Vett.Val. 279.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαρτυρέω
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ναπολέων Γ’ — (Napoleon III, Παρίσι 1808 – Τσίσλεχερστ, Αγγλία 1873). Αυτοκράτορας των Γάλλων. Το όνομά του ήταν Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης, γιος του βασιλιά της Ολλανδίας Λουδοβίκου, αδελφού του Ναπολέοντα A’, και της Ορτάνς ντε Μποαρνέ. Μετά την πτώση… … Dictionary of Greek
Περικλής — (Αθήνα περίπου το 490 π.Χ. 429 π.Χ.). Πολιτικός των αρχαίων Αθηνών. Γιος του Ξανθίππου, του νικητή της Μυκάλης*, και της Αγαρίστης, από το γένος των Αλκμεωνιδών, διαπαιδαγωγήθηκε από τον Αναξαγόρα, τον Ζήνωνα και τον Πρωταγόρα και μπήκε στην… … Dictionary of Greek