-
1 πότος
A drinking-bout, carousal,πῶς τις αὐτὸν.. ἂν ἀπὸ τοῦ πότου παύσειεν..; Cratin.187
;προὐχώρει ὁ π. X.An.7.3.26
;ἦς π. ἁδύς Theoc.14.17
; παρὰ πότον over the wine, X.An.2.3.15, Smp.8.41;ἀλλήλοις.. συνεῖναι ἐν τῷ πότῳ Pl.Prt. 347c
;τρέπεσθαι πρὸς τὸν π. Id.Smp. 176a
: pl., Ar.Nu. 1073;αἱ ἐν τοῖς πότοις συνουσίαι Isoc.1.32
, cf. Aeschin.2.47;περὶ πότους τὰς διατριβὰς ποιεῖσθαι Lys.16.11
, cf. Pl.R. 329a, Isoc.15.286.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский