Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

περον-άω

См. также в других словарях:

  • Περόν, Χουάν Ντομίνγκο — (Perόn, Λόμπος 1895 – Μπουένος Άιρες 1974). Αργεντινός στρατιωτικός και πολιτικός. Κατατάχτηκε στο στρατό και φοίτησε στην ανώτερη σχολή πολέμου. Υπηρέτησε με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη (1933) ως στρατιωτικός ακόλουθος στο Σαντιάγκο της Χιλής …   Dictionary of Greek

  • Περόν, Φραγκίσκος — (Peron, 1775 – 1810). Γάλλος φισιοδίφης. Πήρε μέρος σε αποστολή στο νότιο ημισφαίριο και την Ανταρκτική (1800) και συγκέντρωσε πάνω από 100.000 δείγματα, από τα οποία τα 2.500 περίπου αφορούσαν νέα άγνωστα είδη του ζωϊκού βασιλείου. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Μένεμ, Κάρλος Σαούλ — (Carlos Saul Menem, Ανιγιάκο 1930 –). Αργεντινός πολιτικός, πρόεδρος της χώρας την περίοδο 1989 99. Καταγόταν από οικογένεια Σύρων μεταναστών και σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Κόρντομπα. Μετά την αποφοίτησή του το 1955, ασχολήθηκε ενεργά… …   Dictionary of Greek

  • Pfrieme, die — Die Pfrieme, plur. die n, oder der Pfriem, des es, plur. die e, bey einigen auch der Pfriemen, des s, plur. ut nom. sing. überhaupt ein jeder langer und spitziger Körper; in welcher weitern Bedeutung es doch veraltet ist, indem es jetzt nur noch… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • περονισμός — ο, Ν πολιτικό κίνημα τής Αργεντινής που ιδρύθηκε το 1943 από τον συνταγματάρχη, τότε, Χουάν Περόν και τους οπαδούς του, μετά το επιτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα, αναπτύχθηκε μετά την εκλογή του ως προέδρου τής χώρας το 1946 και εξελίχθηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • περονιστής — ο, θηλ. περονίστρια, Ν οπαδός ή θαυμαστής τού Αργεντινού πολιτικού ηγέτη Χουάν Περόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. peronista από το όνομα τού J. D. Peron + κατάλ. ista] …   Dictionary of Greek

  • πιρούνι — και πηρούνι, το, Ν επιτραπέζιο σκεύος φαγητού, γνωστό από την αρχαιότητα, το οποίο αποτελείται από στέλεχος, τη λαβή, και από δύο, τρεις ή τέσσερεις αιχμές συνεχόμενες με το στέλεχος και χρησιμοποιείται προκειμένου για στερεά τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Λα Πλάτα — (La Ρlata). Πόλη (553.002 κάτ. το 2001) της ανατολικής Αργεντινής, πρωτεύουσα της περιφέρειας Μπουένος Άιρες. Είναι χτισμένη στη δυτική όχθη των εκβολών του ποταμού Πλέιτ, σε απόσταση 53 χλμ. ΝΑ της πρωτεύουσας της χώρας. Ιδρύθηκε το 1882 για να… …   Dictionary of Greek

  • Μονακό — Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει με τη Γαλλία σε μήκος 4,4 χλμ. και βρέχεται από τη Μεσόγειο θάλασσα σε μήκος 4,1 χλμ. Tο πρώτο σύνταγμα που θεσπίστηκε το 1911 και τροποποιήθηκε τον Nοέμβριο του 1917, ίσχυσε έως τις 29 Iανουαρίου του 1959,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»