-
1 περόνημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περόνημα
-
2 περονητρίς
A robe fastened on the shoulder with a buckle or brooch, Theoc.15.21: as Adj., ἀμπεχόναι περονητρίδες cj. for - ήτιδες in AP7.413 (Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περονητρίς
-
3 περόναμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περόναμα
-
4 περονάω
A pierce, transfix,δουρὶ μέσον περόνησε Il.7.145
, 13.397;π. μέσον τὸν βραχίονα D.H.6.11
;ἔδειξε.. τὰς χεῖρας ὡς ἦσαν πεπερονημέναι Cels.
ap. Origenes Cels.2.55.2 [voice] Med., buckle on one's mantle, one's robe, χλαῖναν περονήσατο, ἑανὸν περονᾶτο, Il.10.133, 14.180;λῶπος περονᾶσθαι Theoc.14.66
, cf. A.R. 1.722.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περονάω
-
5 περόνη
A pin or tongue of a buckle or brooch, buckle or brooch itself, Il.5.425, Od.19.226, 256, E.Ph. 805 (lyr.);ἐν δ' ἄρ' ἔσαν [πέπλῳ] περόναι δυοκαίδεκα πᾶσαι χρύσειαι Od.18.293
, cf. IG12.369.11, 22.1388.20; used for wounding, Hdt.5.87, S.OT 1269.5 rivet, bolt,π. χαλκαῖ Inscr.Délos 504.12
(iii B. C.);π. κεφαλωτή Ph.Bel.76.3
.II small bone of the arm, radius, Hp.Loc.Hom.6 (dub.), Oss.3: more freq. of the leg, fibula, Gal.UP3.9, al., v. l. in Hp.Art.62.3 = ἐπίφυσις 2, Hp.Loc.Hom.6.4 pl., splint-bones, Poll.2.191. -
6 περονητήρ
A buckle, brooch, IG22.47.12 (iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περονητήρ
-
7 περονίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περονίδιον
-
8 περόνιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περόνιον
-
9 περονίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περονίς
-
10 πτερόν
πτερόν Cf. πέτομαιGrammatical information: n.Meaning: `feather, wing, pinion', also metaph. of feather- and wing-like objects (Il.).Compounds: Compp., e.g. πτερο-φόρος `feathered, winged' (A., E.), ὑπό-πτερος `(swift) winged' (Pi., IA.; on the formation Schwyzer-Debrunner 532 w. n. 6 a. lit.); on ὑπο-πετρ-ίδιος s.v.Derivatives: 1. πτερό-εις `provided with feathers or wings' (ep. poet. Il.; cf. Kretschmer Glotta 27, 249 a. 278 w. lit., also Yorke Class Quart. 30, 151 f.); opposite ἄ-πτερος (Od.), a.o. of μῦθος (as opposite of ἔπεα πτερόεντα; diff., improbable, Hainsworth Glotta 38, 263ff.); 2. πτερω-τός `id.' (IA.), - τικός `belonging to plumage' (Vp); 3. - μα n. `plumage' (A. fr., Pl. Phdr. a.o.; rather enlarged from πτερόν than from πτερόομαι); 4. πτερό-της f. `winged condition' (Arist.); 5. πτέρ-ων m. n. of an unknown bird ( Com. Adesp.), - νις m. n. of a kind of hawk (Arist.); 6. πτερ-όομαι, - όω, also m. ἐκ-συν-, `to get wings, to become fledged' resp. `to feather, to wing' (IA.) with - ωσις f. `feathering, plumage' (Ar., Arist. etc.). -- Beside it πτέρυξ, -ῠγος f. `wing', like πτερόν often metaph. (Il.). Often as 2. member, e.g. τανύ-πτερυξ (Il.), also πτερόν - πτέρυγ-ος (Simon.) `spreading the wings'; extensively Sommer Nominalkomp. 70f. (cf. on τανύω). -- From πτέρυξ 1. dimin. πτερύγ-ιον n. des. of several winglike objects (Hp., Arist.); 2. - ώδης `wing-like' (Hp., Thphr.); 3. - ωτός `provided with wings' (Arist.); 4. - ωμα n. `poultry etc.' (late); 5. πτερυγ-ίζω, also w. ἀνα- a.o., `to move the wings' (Ar.); - όομαι, - όω meaning unclear (Lesb. lyr. resp. medic.), ἀπο- πτερόν `to lose the wings' (Vett. Val.); πτερ-ύσσω, also w. δια- a.o., `to flap with the wings' (Archil.[?], hell.), perh. from πτερόν; cf. Schwyzer 725 w. lit.Etymology: Beside πτερ-όν stand on the one hand Arm. t`er `side', with lengthened vowel t`i̇r `flight', t`r̄-čim, aor. t`r̄-eay `fly', on the other Skt. pátr-am n. `wing, feather', Lat. acci-piter, - tr-is `hawk', Germ., e.g. OHG fedara, OWNo. fjǫðr f. ' feather', all going back on IE * pter- resp. * petr- (the last also in ὑποπετριδίων ὀνείρων `winged dreams' [Alcm. 23, 49; cf. Kock ad loc.]?). The r-stem is still found in Hitt. patt-ar ( pitt-ar?) n., to which with heteroclit. gen. pl. - an-aš; a continuation of the alternating n-stem a.o. in Lat. penna f. `feather, wing' from * pet-n-ā. At the basis is the verb for `fly' in πέτομαι, πτέ-σθαι, s. v. -- A disyllabic form is seen in Skt. patar-á- `flying', beside which patár-u- `id.', which reminds of the u-stem in πτέρ-υ-ξ(?). As for -( υ)γ- no convincing example inside Greek can be found ( ὄρτυξ and other birdnames are too far off), several connections have been suggested: Skt. pataṅ-g-á- `flying' (for patan- cf. petn- above; on g s. ἀστράγαλος [but this is Pre-Greek]), Av. fra-ptǝrǝǰāt- `bird' (analysis uncertain: from * ptǝrǝ-g- `wing'?), Lat. protervus `turbulent' (from *pro-pterg-u̯os?), OLFr. fetheracco gen. pl. `alarum'. -- Controversial is the connection with Slav. (OCS, Russ. etc.) peró n. `feather', which cannot be directly equated with πτερόν and perh. rather belongs to Skt. parṇám n. `wing, feather, leaf' etc. After Petersson KZ 47, 272 πτερόν would be a cross of *περόν (= Slav. peró) and πτέρυξ. Here further Toch. B parwa pl. `feathers'; cf. v. Windekens Orbis 11, 194. -- Further details w. rich lit. in WP. 2, 20f., Pok. 826, W.-Hofmann s. accipiter, penna, prōtervus, Mayrhofer s. pataráḥ, pátram, parṇám, Vasmer s. peró; also Specht 216f. (much that is uncertain).Page in Frisk: 2,612-613Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πτερόν
См. также в других словарях:
Περόν, Χουάν Ντομίνγκο — (Perόn, Λόμπος 1895 – Μπουένος Άιρες 1974). Αργεντινός στρατιωτικός και πολιτικός. Κατατάχτηκε στο στρατό και φοίτησε στην ανώτερη σχολή πολέμου. Υπηρέτησε με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη (1933) ως στρατιωτικός ακόλουθος στο Σαντιάγκο της Χιλής … Dictionary of Greek
Περόν, Φραγκίσκος — (Peron, 1775 – 1810). Γάλλος φισιοδίφης. Πήρε μέρος σε αποστολή στο νότιο ημισφαίριο και την Ανταρκτική (1800) και συγκέντρωσε πάνω από 100.000 δείγματα, από τα οποία τα 2.500 περίπου αφορούσαν νέα άγνωστα είδη του ζωϊκού βασιλείου. Έγραψε… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Μένεμ, Κάρλος Σαούλ — (Carlos Saul Menem, Ανιγιάκο 1930 –). Αργεντινός πολιτικός, πρόεδρος της χώρας την περίοδο 1989 99. Καταγόταν από οικογένεια Σύρων μεταναστών και σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Κόρντομπα. Μετά την αποφοίτησή του το 1955, ασχολήθηκε ενεργά… … Dictionary of Greek
Pfrieme, die — Die Pfrieme, plur. die n, oder der Pfriem, des es, plur. die e, bey einigen auch der Pfriemen, des s, plur. ut nom. sing. überhaupt ein jeder langer und spitziger Körper; in welcher weitern Bedeutung es doch veraltet ist, indem es jetzt nur noch… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
περονισμός — ο, Ν πολιτικό κίνημα τής Αργεντινής που ιδρύθηκε το 1943 από τον συνταγματάρχη, τότε, Χουάν Περόν και τους οπαδούς του, μετά το επιτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα, αναπτύχθηκε μετά την εκλογή του ως προέδρου τής χώρας το 1946 και εξελίχθηκε στο… … Dictionary of Greek
περονιστής — ο, θηλ. περονίστρια, Ν οπαδός ή θαυμαστής τού Αργεντινού πολιτικού ηγέτη Χουάν Περόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. peronista από το όνομα τού J. D. Peron + κατάλ. ista] … Dictionary of Greek
πιρούνι — και πηρούνι, το, Ν επιτραπέζιο σκεύος φαγητού, γνωστό από την αρχαιότητα, το οποίο αποτελείται από στέλεχος, τη λαβή, και από δύο, τρεις ή τέσσερεις αιχμές συνεχόμενες με το στέλεχος και χρησιμοποιείται προκειμένου για στερεά τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
Λα Πλάτα — (La Ρlata). Πόλη (553.002 κάτ. το 2001) της ανατολικής Αργεντινής, πρωτεύουσα της περιφέρειας Μπουένος Άιρες. Είναι χτισμένη στη δυτική όχθη των εκβολών του ποταμού Πλέιτ, σε απόσταση 53 χλμ. ΝΑ της πρωτεύουσας της χώρας. Ιδρύθηκε το 1882 για να… … Dictionary of Greek
Μονακό — Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει με τη Γαλλία σε μήκος 4,4 χλμ. και βρέχεται από τη Μεσόγειο θάλασσα σε μήκος 4,1 χλμ. Tο πρώτο σύνταγμα που θεσπίστηκε το 1911 και τροποποιήθηκε τον Nοέμβριο του 1917, ίσχυσε έως τις 29 Iανουαρίου του 1959,… … Dictionary of Greek