Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

περι

  • 81 ветреничать

    ρ.δ.
    παλ. αερολογώ, αεροκοπανώ, ομιλώ περί ανέμων και υδάτων.

    Большой русско-греческий словарь > ветреничать

  • 82 вкус

    α.
    1. γεύση•

    горький вкус πικρή γεύση•

    кислый вкус ξυνή γεύση•

    органы -а τα όργανα της γεύσης•

    приятный вкус ευχάριστη γεύση•

    пробовать на вкус γεύομαι, δοκιμάζω τη γεύση.

    2. κλίση, τάση•

    вкус к поэзии κλίση στην ποίηση.

    || γούστο, αρέσκεια•

    на мой вкус κατά το γούστο μου•

    он был одетым со вкусом ήταν ντυμένος με γούστο, γουστόζικα•

    у нее хороший вкус αυτή είναι νόστιμη, -μούλα•

    приобрести вкус αποκτώ καλή συνήθεια•

    это дело -а αυτό είναι κατά το γούστο του καθενός.

    3. τρόπος, στυλ•

    ваза в античном -е δοχείο αρχαίου στυλ.

    εκφρ.
    о -ах не спорят – περί ορέξεως ουδείς λόγος•
    войти во вкус – ορέγομαι, επιδίδομαι, με πάθος•
    входить во вкус – αρχίζω να γεύομαι, να αισθάνομαι ικανοποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > вкус

  • 83 выморозка

    θ.
    1. ψύξη, κρύωμα, πάγωμα.
    2. καταστροφή, εξολόθρευση, εξόντωση με ψύχος.
    εκφρ.
    выморозка судна – το περί τον ίσαλο του σκάφους σπάσιμο του πάγου.

    Большой русско-греческий словарь > выморозка

  • 84 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 85 до

    до 1
    πρόθ. με γεν. (όριο)
    1. μέχρι, ως, εως•

    -последней капли крови ως την τελευταία ρανίδα αίματος•

    с головы до ног από το κεφάλι ως τα πόδια•

    от Москвы до Афин από τη Μόσχα ως την Αθήνα•

    от начала до конца από την αοχή ως το τέλος•

    ждать до вечера περιμένω, ως το βράδυ•

    отложить до возвращения αναβάλλω ως την επιστροφή•

    до сих пор ως τώρα•

    мая ως το Μάη•

    до завтра ως αύριο.

    2. πριν, προ, προτού•

    заплатить до срока πληρώνω πριν την προθεσμία•

    до обеда πριν το μεσημέρι ή πριν το γεύμα•

    до нового года ως το τέλος του χρόνου, πριν τον καινούριο χρόνο•

    до революции πριν την επανάσταση, προεπαναστατικά•

    -нашей эры πρίν.Χριστό•

    до отъезда πριν την αναχώρηση•

    до войны πριν τον πόλεμο, προπολεμικά•

    до темноты πρίν σκοτεινιάσει.

    3. (οριο, βαθμό)•

    до ужаса μέχρι φρίκης•

    до чего он хитр τι πονηρός που είναι•

    промок до костей βράχηκα μέχρι το κόκκαλο•

    мне не до смеху δεν έχω τίποτε το γελείο•

    теперь не шуток τώρα δεν έχει (δε χωρούν) αστεία•

    некоторой степени ως ένα βαθμό.

    || (ποσοτικό όριο)•

    это обойдтся до пяти рублей αυτό θά στοιχίσει μέχρι πέντε ρούβλια.

    4. περίπου, ίσαμε, ως, περί•

    их было до двадцати человек αυτοί ήταν περίπου είκοσι άτομα.

    5. (σχέση) για•

    мне не до шуток, не до смеху δεν έχω διάθεση γι' αστεία, για γέλια•

    мне не до вас δεν έχω καιρό ν' ασχοληθώ μέ σας•

    мне нет до этого αυτό δε με αφορά εμένα, δε μ' ενδιαφέρει.

    εκφρ.
    что до – όσον αφορά•
    что -меня – όσον αφορά εμένα.
    до 2
    ουδ. άκλ. ο μουσικός φθόγγος ντό.

    Большой русско-греческий словарь > до

  • 86 завертеть

    -верчу, -вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заверченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξελογιάζω, ξεμυαλίζω, γυρίζω τα μυαλά.
    2. αρχίζω να περιστρέφω κλπ, ρ.μ. βλ. вертеть.
    1. πολυπραγμονώ, παραφροντίζω, καταπιάνομαι με πολλές δουλειές.
    2. αρχίζω να (περί)στρέφομαι κλπ. ρ. βλ. вертеться.

    Большой русско-греческий словарь > завертеть

  • 87 завёртывание

    ουδ.
    1. (περι)τύλιξη.
    2. γύρισμα, μάζεμα.
    3. στρίψιμο.
    4. βίδωμα.

    Большой русско-греческий словарь > завёртывание

  • 88 загородить

    -рожу, -родишь, παθ. μτχ. πα-ρλθ. χρ. загороженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    (περι)φράζω, περικλείνω•

    загородить сад φράζω το δεντρόκηπο.

    || εμποδίζω τη δίοδο•

    они столами и стульями -ли вход в дом με τραπέζια και καθίσματα έφραξαν την είσοδο του σπιτιού•

    загородить свет εμποδίζω (πιάνω) το φως.

    || εμποδίζω, βάζω εμπόδια.
    χωρίζομαι, φράζομαι. || καλύπτομαι, προφυλάσσομαι•

    загородить ширмой χωρίζομαι με παραπέτασμα•

    загородить рукой от солнца προφυλάσσομαι από τον ήλιο με το χέρι.

    Большой русско-греческий словарь > загородить

  • 89 закатка

    θ.
    1. (περι)τύλιξη, τύλιγμα.
    2. αναδίπλωση, ανασκούμπωμα.
    3. ίσωση ισοπέδωδω, ομάλυνση.

    Большой русско-греческий словарь > закатка

  • 90 искусствовед

    α.
    τεχνοκρίτης, τεχνολόγος, ειδικός στα περί τέχνης.

    Большой русско-греческий словарь > искусствовед

  • 91 козий

    -ья, -ье
    επ.
    γίδινος•

    -ье молоко γίδινο γάλα•

    -ья шкура γίδινο δέρμα•

    козий сыр γίδινο τυρί.

    εκφρ.
    - ья ножка – α) είδος στριφτού τσιγάρου σχήματος τραγόποδου (κα-μπτδ περί το μέσον), β) είδος οδοντάγρας.

    Большой русско-греческий словарь > козий

  • 92 кропило

    ουδ. (εκκλσ.) περι,ραντιστήριο, ραντιστήρι, αγιαστήρα, αγιαστούρα.

    Большой русско-греческий словарь > кропило

  • 93 кругом

    επίρ.
    1. γύρω, ολόγυρα, τριγύρω, ολοτρόγυρα.
    2. ολοκληρωτικά, όλως• παντού•

    вы кругом виноваты για όλα φταίτε εσείς•

    кругом в долгих παντού (σ όλους) χρεώστης•

    я кругом прав έχω σ όλα δίκαιο•

    кругом обманут όλοι με απατούν.

    3. πρόθ. περί, πέριξ, γύρω, ολόγυρα.- дома γύρω από το σπίτι.
    εκφρ.
    -! – μεταβολή! (παράγγελμα)•
    повернуться кругом – κάνω μεταβολή•
    налево -! – κλίνατ επ αριστερά! (παράγγελμα).

    Большой русско-греческий словарь > кругом

  • 94 кружение

    ουδ. (περί)στροφή, (τρι)γύρισμα• στροβίλισμα.

    Большой русско-греческий словарь > кружение

  • 95 лелеять

    -ею, -ешь
    ρ.δ. μ. κανακεύω, θωπεύω, χαϊδεύω. || μτφ. περί πολλλού ποιούμαι, ακριβό θωρώ,(τον, την κλπ.) έχω μη στάξει και μη βρέξει. || μτφ. τρέφω (ελπίδες, όνειρα κ.τ.τ.).
    μτφ. γλυκαίνω, ηδύνω, ευφραίνω, τέρπω.
    εκφρ.
    лелеять как зеницу ока – κοιτάζω (προσέχω) σαν κόρη οφθαλμού.
    χαϊδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > лелеять

  • 96 ленд-лиз

    α.
    νόμος περί δανεισμού και εκμίσθωσης.

    Большой русско-греческий словарь > ленд-лиз

  • 97 лосина

    θ.
    1. δέρμα άλκης.
    2. είδος σφιχτής περί. σκελίδας.
    3. κρέας άλκης.

    Большой русско-греческий словарь > лосина

  • 98 мелодика

    θ.
    η μελωδική, διδασκαλία περί μελωδίας.

    Большой русско-греческий словарь > мелодика

  • 99 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 100 насмеяться

    -егась, -ешься
    ρ.σ.
    1. γελώ πολύ, χορταίνω γέλια.
    2. (περι)γελώ, κοροϊδεύω, καταγελώ, χλευάζω.

    Большой русско-греческий словарь > насмеяться

См. также в других словарях:

  • περί — round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρι — περί round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • Περὶ ὄνου σκιᾶς. — (μάχεσθαι). См. Спорят: старик со старухой на зиму печку делят …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. — περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πέρι, Γιάκοπο — (Peri, Ρώμη 1561 – Φλωρεντία 1633). Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής. Αφού έκανε μουσικές σπουδές στη Φλωρεντία, έζησε στην αυλή των Μεδίκων ως τραγουδιστής, μουσικός και τέλος καμεράριος (1618). Ήταν εξέχον μέλος της φλωρεντικής καμεράτα· σ’… …   Dictionary of Greek

  • περί — πρόθ., για …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περι- — α συνθετ. πολλών λέξεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πέρι, Ραλφ — (Perry, 1876 – 1957). Αμερικανός φιλόσοφος, εκπρόσωπος του νεορεαλισμού. Διετέλεσε καθηγητής στο Χάρβαρντ. Έγραψε διάφορα έργα τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται: Οι φιλοσοφικές τάσεις της σύγχρονης εποχής (1912), Νεορεαλισμός (1912) και …   Dictionary of Greek

  • Πέρι, Τσαρλς Χιούμπερτ Χεν — (Parry, 1848 – 1918). Άγγλος μουσικοσυνθέτης, παιδαγωγός και μουσικολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο Βασιλικό Μουσικό Κολέγιο του Λονδίνου και ταυτόχρονα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»