-
1 περιαγωγη
ἥ1) (круго)вращение(τοῦ οὐρανοῦ Arst.; τῶν ἀστέρων Plut.)
; круговое движение, круг2) поворотливость, маневренность3) уловка, изворотливость(καμπέ καὴ π. Plut.)
4) поглощенность, занятость(π. τῶν χρειῶν Plut.)
-
2 εξαγωγη
ἥ1) выведение (pl. τοῦ ἱππικοῦ Xen. и τῶν δυνάμεων Polyb.)2) снятие с мели (sc. τῆς νεός Her.)3) вывоз(σίτου Arst., Polyb.; σύκων Plut.)
πωλεῖν ἐπ΄ ἐξαγωγῇ Her. — продавать на вывоз4) право вывоза(ἐξαγωγέν δοῦναι Isocr., παρέχεσθαι Plat. и λαβεῖν Dem.)
5) опорожнение (кишечника)(αἱ κατὰ φύσιν ἐξαγωγαί Plut.)
6) удаление, изгнание(διάκρισις καὴ ἐ. Arst.)
7) исход, конец, окончание(τῶν παρόντων κακῶν Polyb.; ἐξαγωγέν ποιεῖσθαι περί τινος Polyb.)
8) кончина, смерть(ἢ μονέ ἐν τῷ βίῳ ἢ ἐ. Plut.)
9) юр. выселение, лишение права владения Isae., Dem. -
3 κινώ
(α, ε) 1. μετ.1) двигать, приводить в движение; 2) сдвигать с места, передвигать; 3) побуждать (к действиям), толкать (на что-л.); 4) перен. вызывать, порождать, возбуждать (какое-л. чувство);κιν τον γέλωτα (την περιέργεια) — вызывать смех (любопытство);
5) затевать (какое-л. дело);κιν τον πόλεμο — начинать войну;
αγωγή — возбуждать судебное дело; — предъявлять иск;2. αμετ. двигаться в путь, трогаться; отправляться;κίνησα στίς πέντε το πρωί я выехал в пять часов утра;1) — двигаться; — шевелиться;κινούμαι
η γη κινείται περί τον ήλιον — земля движется вокруг солнца;
μόλις κινούμαι — я еле-еле двигаюсь;
μην κινείσαι! — не шевелись!;
2) активизироваться, оживляться; мобилизоваться;κινήσου — пошевеливайся!, живее!;
§ κιν
γήν και ούρανδν — или κιν πάντα λίθον — делать всё возможное;συν Άθηνά και χείρα κίνει погов. ≈ на бога надейся, а сам не плошай
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… … Dictionary of Greek
ισοκρατής — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek
παιδαγωγική — Μελέτη του προβλήματος της εκπαίδευσης και επιστήμη της αγωγής. Από εμπειρική και στοιχειώδη σκέψη, κλεισμένη στις διαστάσεις της φυσικής εκπαίδευσης και οπωσδήποτε συνδεδεμένη με την έννοια και με την πράξη της διδασκαλίας ως τέχνης, η π.… … Dictionary of Greek
Κοκκώνης, Ιωάννης — (Καστρί Κυνουρίας 1796 – Αθήνα 1864). Πολιτικός, συγγραφέας και παιδαγωγός. Εκπαιδεύτηκε στη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη πριν από το 1817, όπου εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος στο σπίτι του Αποστόλου Παππά. Την περίοδο αυτή εξέδωσε … Dictionary of Greek
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek