-
1 περιαπτω
дор. περάπτω1) обвязывать, привязывать(τί τινι Pind., Arst., Plut. и πρός τι Arst.)
; med. надевать на себя (sc. χρυσὸν καὴ ἄργυρον Plat.)2) навлекать(ὄνειδός τινι Lys.; αἰσχύνην τῇ πόλει Plat.)
π. ἀνελευθερίαν (sc. αὐτῷ) Xen. — стяжать себе репутацию неблагородного человека3) доставлять4) придавать(σχῆμά τινι Arst.)
См. также в других словарях:
αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek