-
1 περι-ϊππεύω
περι-ϊππεύω, herumreiten; Pol. 5, 73, 12; Luc. Gall. 12; τὸ κέρας, Plut. Crass. 25.
-
2 περιϊππεύω
-
3 περιιππευω
1) ездить верхом вокруг Luc.2) объезжать верхомπ. τὸ κέρας Plut. — конницей совершать охват фланга
См. также в других словарях:
περιιππάζομαι — Α περιιππεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἱππάζομαι «ιππεύω»] … Dictionary of Greek
προσαναβαίνω — Α [ἀναβαίνω] 1. (κυρίως για πτηνά που ζουν στο νερό) ανεβαίνω ή ανέρχομαι προς ένα μέρος 2. ανέρχομαι επί πλέον, ακόμη 3. αναρριχώμαι («τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σικὸν», Πλάτ.) 4. (για ποταμό) πλημμυρίζω επί πλέον 5. ιππεύω επιπροσθέτως 6. μτφ.… … Dictionary of Greek
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek