-
1 περιχορευω
плясать кругом, носиться в пляске вокруг(ἐκεῖσε καὴ τὸ δεῦρο Eur.; π. τὸν βωμόν Luc.)
См. также в других словарях:
περικορδακίζω — Α χορεύω τον κόρδακα γύρω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κορδακίζω «χορεύω τον κόρδακα»] … Dictionary of Greek
περιορχούμαι — έομαι, Α χορεύω γύρω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀρχούμαι «χορεύω»] … Dictionary of Greek
κυκλώνω — (AM κυκλῶ, όω, Μ και κυκλώνω) [κύκλος] 1. περιβάλλω απ όλες τις πλευρές, περιτριγυρίζω (« Ωκεανός... κυκλοῑ χθόνα», Ευρ.) 2. σχηματίζω κλοιό γύρω από κάτι ή κάποιον, περικυκλώνω (α. «η αστυνομία έχει κυκλώσει το σπίτι» β. «πόλιν... κυκλώσας Αρει… … Dictionary of Greek