-
1 περι-φρίσσω
περι-φρίσσω, attisch - ττω (s. φρίσσω), darum, darüber schaudern, zittern; Arist. H. A. 9, 4, νέκυν περιπεφρίκασι, Qu. Sm. 3, 184.
-
2 ἀμφι-περι-φρίσσω
ἀμφι-περι-φρίσσω, ringsherum starren, Opp. H. 4, 54.
-
3 περιφρίσσω
περι-φρίσσω, darum, darüber schaudern, zittern -
4 περιπεφρίκασιν
περιπεφρί̱κᾱσιν, περί-φρίσσωto be rough: perf ind act 3rd plπεριπεφρίκᾱσιν, περί-φρίζωperf ind act 3rd pl -
5 ἀμφιπεριφρίσσω
См. также в других словарях:
περιπεφρίκασιν — περιπεφρί̱κᾱσιν , περί φρίσσω to be rough perf ind act 3rd pl περιπεφρίκᾱσιν , περί φρίζω perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφρίττω — και περιφρίσσω Α 1. φρίττω, τρέμω ολόκληρος 2. ανατριχιάζω, σηκώνονται οι τρίχες μου όρθιες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φρίττω / φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από φόβο»] … Dictionary of Greek