-
1 περιφλοίζω
A strip off the bark, περιφλοῖσαι (nisi leg. - φλεῦσαι) Thphr.HP9.5.3 ;[ξύλα] περιφλοισθέντα Id.Ign.72
, cf. Dsc.1.20:— [voice] Med., Id.4.148 (s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφλοίζω
См. также в других словарях:
περιφλοίζω — Α ξεφλουδίζω, αφαιρώ ολόγυρα τη φλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φλοΐζω «ξεφλουδίζω»] … Dictionary of Greek