-
1 περι-φλέγω
περι-φλέγω, ringsum verbrennen, Pol. 12, 25, 2; Plut. u. a. Sp.
-
2 περιφλέγω
A burn, blaze all round, Id.2.648c.II trans., burn up, wither,θέρος π. τὰ γεννώμενα Ph. 2.391
;ἆσθμα π. χαίτην D.Chr.36.47
: with acc. understood,πρὶν ἢ τὸν ἥλιον -φλέγειν Poll.10.51
; overheat, Plu.2.651b, Sor.1.72 :—[voice] Pass., of victims in the bull of Phalaris, Plb.12.25.2; to be singed, Philum. Ven.7.12: metaph., Plu.2.498b ; cf. περιφλεύω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφλέγω
-
3 περιφλέγω
-
4 περιφλεγω
1) обжигать, сжигать, опалять(καταπιμπράναι καὴ π. τινά Plut.; πανταχόθεν περιφλεγόμενος Polyb.)
2) пылать, быть в огне
См. также в других словарях:
φλεύω — Α φλέγω, καίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλεύω, το οποίο απαντά μόνο «εν συνθέσει» (πρβλ. περι φλεύω / περι φλύω) έχει προέλθει από τ. *φλέFω, με αντιπροσώπευση τού F στη φωνηεντική του μορφή ως υ , και ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhl ew… … Dictionary of Greek
θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
περιφλεγής — ές, Α με φλόγες από παντού. Επιρρ. περιφλεγῶς με μεγάλη φλόγα, με μεγάλη δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φλεγής (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. επι φλεγής] … Dictionary of Greek
περιφλεύω — Α περικαίω, τσουρουφλίζω από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + *φλεύω «φλέγω, καίω» (βλ. λ. φλεύω)] … Dictionary of Greek