-
1 περι-φερής
περι-φερής, ές, herumgetragen, herumgedreht, sich herumdrehend, ὀφϑαλμοί, rollend, Luc. Iup. trag. 30, – rund umgeben, δῶμα περιφερὲς ϑριγκοῖς, Eur. Hel. 437, vgl. Ion 743; rund, γῆ, Plat. Phaed. 108 e; Ggstz εὐϑὺ σχῆμα, Parm. 137 a, u. öfter; σχῆμα, Pol. 5, 22, 1; Folgde, wie Luc. Gymnas. 27. – Nach Her. 4, 33 hießen so die fünf Männer, welche die hyperboreischen Jungfrauen nach Delos begleiteten, sonst ϑεωροί; bei Hesych. steht πέρφερες, wonach man περφερέες geändert hat.
-
2 ἀ-περι-φερής
ἀ-περι-φερής, ές, nicht rundum gehend, nicht abgerundet, καὶ πολυγώνιον Theophr.
-
3 περιφερής
περι-φερής, ές, herumgetragen, herumgedreht, sich herumdrehend; ὀφϑαλμοί, rollend; rund umgeben; rund; es hießen so die fünf Männer, welche die hyperboreischen Jungfrauen nach Delos begleiteten -
4 ἀπεριφερής
ἀ-περι-φερής, nicht rundum gehend, nicht abgerundet
См. также в других словарях:
προσφερής — ές, Α 1. παρεμφερής, παρόμοιος («εἴπω περὶ τῶν Κολχῶν, ὡς Αἰγυπτίοισι προσφερέες εἰσί», Ηρόδ.). επίρρ... προσφερῶς Α κατά τρόπο παρεμφερή, παρομοίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φερής (< φέρω), πρβλ. περι φερής] … Dictionary of Greek
καταφερής — καταφερής, ές (Α) 1. αυτός που κλίνει προς τα κάτω, που γέρνει 2. μτφ. ορμητικός 3. (για έδαφος) κατηφορικός, επικλινής 4. αυτός που έχει κλίση ή ροπή σε κάτι 5. λάγνος, ασελγής 6. φρ. α) «καταφερὴς ἐπί τι» ή «καταφερὴς πρός τι» αυτός που κλίνει… … Dictionary of Greek
προφερής — ές, Α 1. αυτός που τοποθετείται μπροστά από τους άλλους, που υπερέχει ως προς την ηλικία, την αξία, το κύρος («ἀλλάων προφερής τ ἧν πρεσβυτάτη τε», Ησίοδ.) 2. αυτός που είναι νέος αλλά φαίνεται μεγαλύτερος («οὗτος δὲ προφερὴς καὶ καλὸς καὶ ἀγαθὸς … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
περιφερής — και περφερής, ές, ΝΑ (για επιφάνεια ή γραμμή) κυκλικός, κυκλοτερής, καμπύλος αρχ. 1. αυτός που κινείται κυκλικά 2. (για σώματα) σφαιρικός 3. (για ύφος τού λόγου) περίτεχνος, περίκομψος 4. ασταθής, μη σταθερός, κυμαινόμενος 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
πολυφερής — ές, Μ πολυφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φερής (< φέρω), πρβλ. περι φερής] … Dictionary of Greek
υπερφερής — ές, ΜΑ 1. αυτός που υπερέχει, που προεξέχει, που είναι ψηλότερος από άλλους 2. μτφ. ο έξοχος, ο υπέροχος (α. «καὶ τὸ ὑπερφέρειν καὶ ὑπερφέρεσθαι καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν ὑπερφερής, τόπῳ ἴσως ἢ ἐνδοξότητι», Ευστ. β. «τῶν λοιπῶν ἑαυτοὺς ὑπερφερεστέρους… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek