1 περι-τρύχω
περι-τρύχω, verstärktes simplez, Schol. Eur. Phoen. 88, Sp. auch περιτρυχόω
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > περι-τρύχω
περιτρυχώ — όω, Μ κατατρύχω, βασανίζω πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι* + τρυχῶ «καταστρέφω, τρύχω»] … Dictionary of Greek
περιτρύχω — Α προξενώ βαθιά λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τρύχω «καταπονώ»] … Dictionary of Greek