Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περι-σώζω

  • 1 περι-σώζω

    περι-σώζω (s. σώζω), erhalten, erretten (eigtl. σώζειν τινά, ὥστε περιεῖναι), bes. am Leben erhalten, Xen. Hell. 2, 3, 25. 4, 8, 21 u. Folgde, wie Luc. Tim. 3; Plut. oft; Ael. V. H. 15, 46.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > περι-σώζω

  • 2 περισώζω

    περι-σώζω, erhalten, erretten, bes. am Leben erhalten

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > περισώζω

  • 3 περισωζω

        спасать, избавлять от гибели
        

    (τινά, στράτευμα περισωθέν Xen.)

        περισεσῶσθαι μέχρι τοῦ νῦν Arst.сохраниться до настоящего времени

    Древнегреческо-русский словарь > περισωζω

  • 4 διασῴζω

    διασῴζω (on the orthography s. B-D-F §26; Mlt-H. 84; W-S. §5:11a; Mayser 134) 1 aor. διέσωσα. Pass. 1 fut. διασωθήσομαι LXX; 1 aor. διεσώθην; pf. διασέσω(ς)μαι 2 Km 1:3 (s. σῳζω; Eur., Hdt.+) to rescue or deliver from a hazard or danger, bring safely through, also save, rescue without special feeling for the mng. of διά (X., Mem. 2, 10, 2; PGM 4, 1936; 8, 32; En 100:6; Philo, Aet. M. 35) act. and pass. διʼ ὕδατος (s. διά A1b) 1 Pt 3:20; cp. 1 Cl 9:4 (Jos., C. Ap. 1, 130 περὶ τῆς λάρνακος, ἐν ᾗ Νῶχος διεσώθη, Ant. 1, 78; Did., Gen. 139, 8). 1 Pt 3:20 has a phrase w. εἰς in connection w. δ. (like Lucian, Ver. Hist. 2, 35). ἐκ τῆς θαλάσσης fr. the shipwreck Ac 28:4 (Witkowski 36, 6f=White, LAC 35, 6f=UPZ 60, 6f: διασεσῶισθαι ἐγ μεγάλων κινδύνων; SIG 528, 10; Philo, Vi. 3); cp. vs. 1. ἐπὶ τὴν γῆν bring safely to land 27:44 (δ. ἐπί τι as Polyaenus 7:12; cp. εἰς τὰ ὑψηλὰ ὄρη Did., Gen. 192, 13). ἵνα τὸν Παῦλον διασώσωσι πρὸς Φήλικα that they might bring Paul safely to Felix 23:24 (δ. πρός τινα as Jos., Ant. 5, 15); save fr. danger (Jon 1:6) 27:43; 1 Cl 12:5f.—Pass. escape death (EpJer 54; Jos., Ant. 9, 141) MPol 8:2. Of sick persons be cured Mt 14:36; also act. Lk 7:3.—M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > διασῴζω

  • 5 ἀνακρίνω

    ἀνακρίνω (κρίνω ‘separate, decide’) fut. ἀνακρινῶ LXX, 1 aor. ἀνέκρινα, pass. ἀνεκρίθην (Thu. et al.; ins, pap, LXX; TestSol 1:3 A; TestAbr A 13 p. 92, 13f [Stone p. 32]).
    to engage in careful study of a question, question, examine, of general questions (s. ἀνάκρισις; Epict. 1, 1, 20; 2, 20, 27 τὴν Πυθίαν; 1 Km 20:12; Sus 13; Jos., Ant. 5, 329) ἀ. τὰς γραφάς examine the Scriptures Ac 17:11 (ἀ. εἰ as Jos., Ant. 8, 267; 12, 197). ἀ. τοὺς λόγους inquire about the words (of the elders) Papias (2:4) (expiscabar Rufin.). μηδὲν ἀνακρίνοντες without asking questions 1 Cor 10:25, 27; Ac 11:12 v.l. (for διακρίνω).
    to conduct a judicial hearing, hear a case, question, administrative term w. acc. of pers. examined (SIG 953, 46 [II B.C.] ἀνακρινάντω δὲ καὶ τ. μάρτυρας; Sus 51 Theod.; Jos., Ant. 17, 131) ἀ. τοὺς φύλακας examine the guards Ac 12:19.—28:18; 1 Cor 4:3f; 9:3; GJs 21:2 (not pap); pass. 1 Cor 4:3. Abs. conduct an examination (Sus 48) Lk 23:14. W. indication of the matter investigated ἀ. περὶ πάντων τούτων about all these matters Ac 24:8.—W. the reasons for the hearing given ἐπὶ εὐεργεσίᾳ because of a benefaction 4:9 (an incongruous situation, w. Peter in effect challenging his audience to avoid shame, for ordinarily in the Gr-Rom. world a civic award was in order for an act of rescue, s. στέφανος and σῴζω). Judicial diction may be implied 1 Cor 2:15, but s. 3.
    to examine with a view to finding fault, judge, call to account, discern (Demosth. 57, 66; 70; POxy 1209, 19; 1706, 20) πάντα 1 Cor 2:15; pass. vs. 14f; 14:24 (w. ἐλέγχειν). But s. 2 above.—M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀνακρίνω

См. также в других словарях:

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • σωσίβιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός και γραμματικός από τη Λακεδαίμονα. Έζησε στην Αλεξάνδρεια τον 3o π.Χ. αι. Έγραψε Περί χρόνων ή Χρόνων αναγραφή, Περί βασιλείας, Περί Αλημάνος, Ομοιότητες, Περί των εν Λακεδαίμονι θυσιών, όπου περιγράφει… …   Dictionary of Greek

  • κερδαίνω — και κερδένω (ΑΜ κερδαίνω, Α ιων. τ. κερδανέω, Μ και κερδαίννω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, κερδίζω, ωφελούμαι (α. «εκέρδαισε τσι κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη», Ερωτόκρ. β. «κερδανεῑτε τὴν τῶν Οὐρανών Βασιλείαν», Μηναί. γ. «κερδήσαντες δὲ ἓξ τάλαντα» …   Dictionary of Greek

  • περικαλύπτω — ΝΜΑ επικαλύπτω, σκεπάζω ολόγυρα, περιβάλλω κάτι από όλα τα μέρη (α. «καὶ ἤρξαντό τινες... περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῡ», ΚΔ. β. «πολέμοιο νέφος περὶ πάντα καλύπτει», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μέσ. περικαλύπτομαι σκεπάζομαι ολόγυρα, από όλες τις μεριές… …   Dictionary of Greek

  • ρύομαι — (I) ῥύομαι ΝΜΑ (αποθ.) απαλλάσσω κάποιον από κίνδυνο, λυτρώνω, διασώζω (α. «ἀλλὰ ῥῡσαι ἡμᾱς ἀπὸ τοῡ πονηροῡ», ΚΔ β. «ῥῡσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῡσαι δ ἐμέ, ῥῡσαι δὲ πᾱν μίασμα τοῡ τεθνηκότος» λύτρωσε τον εαυτό σου και την πόλη, σώσε και εμένα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»