-
1 περι-σωρεύω
περι-σωρεύω, darum, daran aufhäufen; τῷ ἀγγείῳ χιόνα, Plut. Symp. 6, 4; ἡ σκηνὴ περισωρευϑεῖσα λαφύροις, Timol. 29.
-
2 σωρευω
1) нагромождать, наваливать(τι πρός τι Arst., τι περί τι Plut., τι ἐπί τινι Anth. и ἐπί τι NT.)
2) накапливать(πλοῦτον Polyb.)
3) заваливать(αἰγιαλὸν νεκρῶν Polyb.)
σεσωρευμένος ἁμαρτίαις NT. — отягощенный грехами4) густо увешивать(αὐχένας στέμμασι Anth.)
-
3 σωρεύω
A heap one thing on another,τι πρός τι Arist.Rh. 1390b18
;ἐπὶ τοῦ κοσκίνου τὰ τεθλιμμένα Dsc.4.150
;ἄλλον ἐπ' ἄλλῳ πλοῦτον Luc. Epigr.12.6
;ἄνθρακας ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος LXX Pr.25.22
, Ep.Rom. 12.20;περὶ τὸ σῶμα λάφυρα Plu.Pel.33
;νεκρούς D.S.12.62
;πλοῦτον Id.1.62
, cf. 5.46, Phld.Oec.p.45 J.:—[voice] Pass., Arist.GC 325b22, Plb.16.11.4;οὐσίας πλῆθος -εύεται Epicur.Fr. 480
.II heap with something, c. gen.,αἰγιαλοὶ σεσωρευμένοι τινῶν Plb.16.8.9
: c. dat.,σ. βωμοὺς λιβάνῳ Hdn.4.8.9
;αὐχένας στέμμασι AP7.233
(Apollonid.): metaph.,γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις 2 Ep.Ti.3.6
. -
4 περισωρεύω
περι-σωρεύω, darum, daran aufhäufen -
5 περιεσώρευε
περϊεσώρευε, περί, εἰσ-ὁρεύωimperf ind act 3rd sgπερϊεσώρευε, περί, εἰσ-ὠρεύωtake care of: imperf ind act 3rd sgπερϊεσώρευε, περί, εἰσ-ὠρεύωtake care of: pres imperat act 2nd sgπερϊεσώρευε, περί, εἰσ-ὠρεύωtake care of: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)περϊεσώρευε, περί-σωρεύωheap: imperf ind act 3rd sg -
6 περισωρευω
1) наваливать вокруг, обкладывать(χιόνα πολλέν τῷ ἀγγείῳ Plut.)
2) наполнять, загромождатьσκηνέ περισωρευθεῖσα λαφύροις Plut. — шатер, набитый военной добычей
См. также в других словарях:
περιεσώρευε — περϊεσώρευε , περί , εἰσ ὁρεύω imperf ind act 3rd sg περϊεσώρευε , περί , εἰσ ὠρεύω take care of imperf ind act 3rd sg περϊεσώρευε , περί , εἰσ ὠρεύω take care of pres imperat act 2nd sg περϊεσώρευε , περί , εἰσ ὠρεύω take care of imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισάττω — Α 1. συσσωρεύω κάτι γύρω, σωρεύω ολόγυρα, περισωρεύω 2. (σχετικά με οπές) φράζω τελείως, στουπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σάττω «φορτώνω, γεμίζω καλά»] … Dictionary of Greek
σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… … Dictionary of Greek