-
1 περι-σωρεύω
περι-σωρεύω, darum, daran aufhäufen; τῷ ἀγγείῳ χιόνα, Plut. Symp. 6, 4; ἡ σκηνὴ περισωρευϑεῖσα λαφύροις, Timol. 29.
-
2 περισωρεύω
περι-σωρεύω, darum, daran aufhäufen
См. также в других словарях:
περιεσώρευε — περϊεσώρευε , περί , εἰσ ὁρεύω imperf ind act 3rd sg περϊεσώρευε , περί , εἰσ ὠρεύω take care of imperf ind act 3rd sg περϊεσώρευε , περί , εἰσ ὠρεύω take care of pres imperat act 2nd sg περϊεσώρευε , περί , εἰσ ὠρεύω take care of imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισάττω — Α 1. συσσωρεύω κάτι γύρω, σωρεύω ολόγυρα, περισωρεύω 2. (σχετικά με οπές) φράζω τελείως, στουπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σάττω «φορτώνω, γεμίζω καλά»] … Dictionary of Greek
σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… … Dictionary of Greek