-
1 περι-σφύριος
περι-σφύριος, um die Knöchel od. Füße, sie umgebend, δράκων, Archi. 5 (VI, 207).
-
2 περισφύριος,
περι-σφύριος, u. περί-σφυρος, um die Knöchel od. Füße, sie umgebend -
3 περίσφυρος
περι-σφύριος, u. περί-σφυρος, um die Knöchel od. Füße, sie umgebend
См. также в других словарях:
περισφύριος — α, ο / περισφύριος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τα σφυρά, αυτός που περιβάλλει τα πόδια στην περιοχή τών σφυρών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περισφύριο(ν) γυναικείο κόσμημα που φοριέται πάνω σε γυμνό πόδι, γύρω από τα σφυρά νεοελλ. το ουδ. ως … Dictionary of Greek