Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

περι-στεφής

См. также в других словарях:

  • καταστεφής — καταστεφής, ές (Α) 1. αυτός που φορεί στεφάνι στο κεφάλι, ο στεφανωμένος 2. (για κλάδο ικετηρίας ράβδου) στεφανωμένος με έριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στεφής (< στέφος), πρβλ. επι στεφής, περι στεφής] …   Dictionary of Greek

  • υπερστεφής — ές, Μ υπερπλήρης, παραγεμισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + στεφής (< στέφος «στέμμα»), πρβλ. περι στεφής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»