-
1 περι-στίξ
-
2 περιστίξ
См. также в других словарях:
περίστιχες — oἱ, αἱ, Α αυτοί που τίθενται κατά σειρά, κατά στίχο κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. περί στίχες (< *στίξ «σειρά, γραμμή»)] … Dictionary of Greek
1 περι-στίξ
2 περιστίξ
περίστιχες — oἱ, αἱ, Α αυτοί που τίθενται κατά σειρά, κατά στίχο κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. περί στίχες (< *στίξ «σειρά, γραμμή»)] … Dictionary of Greek