-
1 περιπορφυρος
I21) окаймленный пурпуром(ἐσθής Polyb.; τήβεννος Plut.)
2) ( у римлян) одетый в претексту(στρατηγός Plut.)
IIἥ (sc. ἐσθής)(лат. toga praetexta) претекста Plut.
См. также в других словарях:
περιαλουργός — όν, Α αυτός που έχει πορφυρό χρώμα σε όλη την επιφάνεια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἁλουργός «πορφυρός»] … Dictionary of Greek
περιπορφυρίζω — Μ πορφυρίζω σε όλο το μήκος τής επιφάνειάς μου, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πορφυρίζω (< πορφυρός)] … Dictionary of Greek
πορφύριος — I (Τύρος 233 34 – αρχές του 4ου αι.) Έλληνας φιλόσοφος. Σπούδασε πρώτα στην Αλεξάνδρεια, όπου ήταν μαθητής του Ωριγένη και του Κασσίου Λογγίνου. Το 263 πήγε στη Ρώμη όπου έγινε μαθητής του Πλωτίνου, του οποίου έγραψε μια βιογραφία και εξέδωσε τα… … Dictionary of Greek
Βεγλερής, Γεώργιος — (Κωνσταντινούπολη 1850 – 1923). Λόγιος και συγγραφέας. Έγραψε πολλά έργα, στα ρωσικά και στα ελληνικά, από τα οποία τα πιο γνωστά είναι τρεις μελέτες που τιτλοφορούνται Πορφυρός Κώδιξ, Περί του μολυβδοβούλλου Δαυίδ του Κομνηνού της Τραπεζούντος… … Dictionary of Greek