-
1 περι-πυκάζω
περι-πυκάζω, rings einhüllen, dicht umgeben, med. dicht herumlegen um Etwas, Ctes., c. accus.
-
2 περιπυκάζω
περι-πυκάζω, rings einhüllen, dicht umgeben, med. dicht herumlegen um etwas
См. также в других словарях:
περιπυκάζω — Α 1. καλύπτω κάτι ολόγυρα, καλύπτω πυκνά 2. (μέσ. και παθ.) περιπυκάζομαι έχω πυκνό, παχύ κάλυμμα («περιπυκάζεσθαι τὰς τρίχας ἀμφὶ τὸ σῶμα», Κτησ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πυκάζω «καλύπτω»] … Dictionary of Greek