-
1 περι-πτυχή
περι-πτυχή, ἡ, das Umfaltende, Umhüllende, das Umgeben, Bedecken; die Bedeckung, Hülle, τειχέων, Eur. Phoen. 1366; ἐν φαειναῖς ἡλίου περιπτυχαῖς, Ion 1516, öfter; περιπτυχαὶ δόμων, Ar. Av. 1241; πέπλων, Ath. III, 107 e.
-
2 περιπτυχή
περι-πτυχή, ἡ, das Umfaltende, Umhüllende, das Umgeben, Bedecken; die Bedeckung, Hülle -
3 περιπτυχη
ἥ преимущ. pl.1) круг, кольцо(τειχέων Eur.; δόμων Arph.)
ναύλοχοι περιπτυχαί Eur. — кольцо корабельных стоянок2) объятияἐν φαενναῖς ἡλίου περιπτυχαῖς Eur. — в лучезарных объятиях солнца, т.е. всюду, где светит солнце -
4 πτύσσω
πτύσσω, - ομαιGrammatical information: v.Meaning: `to plead, to fold (up)', midd. `to fold round oneself' (Il.).Other forms: Fut. πτύξω, - ομαι, aor. πτύξαι, - ασθαι, pass. πτυχθῆναι, πτυγῆναι, perf. πέπτυγμαι, ἔπτ-.Derivatives: 1. πτυκτός `folded' (Ζ 169 a.o.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 13) with πυκτή f. ( Cod. lnst.), πυκτ-ίς f. (AP, Gal.), - ίον n. (sch., Suid.) `tablet' (dissim. from πτ-; Schwyzer 260). 2. πτύγμα ( πρόσ-, περί- u.a.) n. `fold, loop of a garment, compress' (Ε 315, E., Arist., medic.) with ( προσ-)πτυγμάτ-ιον n. `compress' (medic. 3. πτύξις ( ἀνά-, διά- a.o.) f. `the folding, fold' (Hp., Arist.). -- Besides πτύχ-ες pl., acc. - ας, sg. dat. -ί (Hom.), acc. -α (E. in lyr.) f.; with enlargement πτυχ-ή, mostly pl. - αί f. (posthom. poet.) `fold, ply, layer', metaph. `gorge, valley'; it functions also as verbal noun to πτύσσω, esp. to the prefixcompp. (e.g. ἀνα-πτύσσω: ἀναπτυχ-ή); as 2. member in δί-, τρί-, πολύ-πτυχος (Il.; Sommer Nominalkomp. 65 f.), with transfer in the σ-stems, partly taken as verbal, in περι-πτυχ-ής `folding round' (S.), δι-πτυχ-ής (Arist.) a.o. From πτυχή: 1. πτυχ-ίς, - ίδος ( ὑπο-) f. `layer, joint' (Plu.); 2. - ιον n. `folded table etc.' (Hdn. Gr., pap.), - ιος = πτυκτός (EM); 3. - ώδης `fold-like, ply-like' (Arist.); 4. Πτυχ-ία f. n. of an island near Corcyra (Th.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Beside πτύσσω there are also quite rarely forms with - ττ- ( δια-πτύττω Pl. Legg. 858e, προσ-ανα- πτύσσω Arist.); so - σσ- rather Ionism than to avoid τ: ττ (Schwyzer 319 n. 1; cf. 755 n. 2) ? As Yot-present πτύσσω stands for *πτύχ-ι̯ω; so it can be taken as denominative to πτύχ-ες. --Etymolog. unclear. The connection with the unclear Skt. pyúkṣṇa- (only in the comp. pyúkṣṇa-veṣṭita-), which goes back on Brugmann Grundr.2 I 277, is for several reasons very suspect; s. Mayrhofer s.v. On other hypothesen s. Bq s.v., WP. 1, 189, W.-Hofmann s. fugiō (everywhere rightly rejected). Cf. also Merlingen Μνήμης χάριν 2, 57. -- Furnée 318 considers the word a Pre-Greek, which may well be correct, but his connection with πυκ-νός etc. is not convincing.Page in Frisk: 2,616-617Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πτύσσω
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
ισοπτυχής — ἰσοπτυχής, ές (Α) αυτός που έχει ίσες πτυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πτυχής (< πτυχή), πρβλ. μαλακο πτυχής, περι πτυχής] … Dictionary of Greek
καταπτυχής — καταπτυχής, ές (Α) αυτός που έχει πολλές πτυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πτυχής (< πτυχή), πρβλ. ισο πτυχής, περι πτυχής] … Dictionary of Greek
περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… … Dictionary of Greek
περιπτυχής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που είναι τοποθετημένος γύρω από κάτι και τό σκεπάζει εντελώς («ἀλλά νιν περιπτυχεῑ φάρει καλύψω τῷδε παμπήδην», Σοφ.) 2. αυτός που έχει πέσει ολόκληρος γύρω ή πάνω σε κάτι («νεοσφαγὴς κεῑται, κρυφαίῳ φασγάνῳ… … Dictionary of Greek