-
1 περι-πτώσσω
περι-πτώσσω, sehr fürchten, Philostr.
-
2 ἀμφι-περι-πτώσσω
ἀμφι-περι-πτώσσω, ringsum fürchten, Qu. Sm. 12, 472.
-
3 περιπτώσσω
-
4 ἀμφιπεριπτώσσω
См. также в других словарях:
περιπτώσσω — Α κάθομαι συνεσταλμένος, μαζεμένος από φόβο, φοβάμαι πολύ, καταπτήσσω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πτώσσω «συστέλλομαι, πτοούμαι»] … Dictionary of Greek