-
1 περιπτυσσω
1) обертывать, покрыватьτύμβῳ περιπτύξαντες Soph. — опустив в могилу2) обвивать, обнимать(γόνυ Eur.; τινὰ ταῖς χερσί Polyb.)
π. χέρας τινί Eur. — обвивать руками кого-л.3) тж. med., воен. обходить во флангπ. ἀμφοτέρωθέν τινα Xen. — охватить кого-л. с обоих флангов
См. также в других словарях:
περιπτύσσω — ΝΜΑ (το ενεργ. και μέσ.) περιπτύσσομαι περιβάλλω κάποιον ή κάτι με τους βραχίονες και, κυρίως, κλείνω μέσα στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω (α. «λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα», Ακολ. Πάσχα β. «ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι… … Dictionary of Greek
μαλακοπτυχής — μαλακοπτυχής, ές (Α) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει μικρές πτυχές («περδίκων φασσῶν τε... παρεβάλλετο θερμά πολλά και μαλακοπτυχέων ἄρτων», Φιλόξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πτυχής (< πτύσσω), πρβλ. ισο πτυχής, περι πτυχής] … Dictionary of Greek