-
1 πταιω
(pf. ἔπταικα; pass.: aor. ἐπταίσθην, pf. ἔπταισμαι)1) сталкивать, ударять, опрокидывать(τι ποτί τινι Pind.)
2) наталкиваться, натыкаться, спотыкаться(πρὸς τὰς πέτρας Xen.)
3) терпеть поражениеπ. περί τινι Her. — терпеть поражение от кого-л.;τοῖς ὅλοις ἐπταικότες Polyb. — лишившись всего;πταίσας τῷδε πρὸς κακῷ Aesch. — попав в эту беду4) заплетаться(ἥ γλῶττα πταίει Arst.)
5) делать промах(и), ошибаться(ἔν τινι и τινί Dem., Men., Polyb.; πολλά NT.)
ἀψευδές ὢν καὴ μέ πταίων τῇ διανοίᾳ περί τι Plat. — если я не заблуждаюсь и не ошибаюсь в своем рассуждении относительно чего-л.;τὰ πταισθέντα Luc. — промахи;ἃ ἐπταίσθη δι΄ ἑτέρους Plut. — допущенные другими ошибки -
2 περιπταιω
См. также в других словарях:
περιπταίω — Α 1. σκοντάφτω σε κάτι («περιπταίειν θαμὰ ταῑς πέτραις», Αγαθ.) 2. πέφτω σε κάτι, εμπίπτω («περιπταίειν ἐνέδρᾳ», Πολύαιν.) 3. περιπίπτω σε κάτι, καταντώ 4. (κατ επέκτ.) έρχομαι αντιμέτωπος με κάποιον, συγκρούομαι 5. μτφ. περιέρχομαι σε δεινή… … Dictionary of Greek
φταίω — πταίω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πταίω και διαλ. τ. φταίγω Ν υποπίπτω σε σφάλμα, κάνω λάθος, σφάλλω (α. «έφταιξε και πρέπει να πληρώσει» β. «ἐὰν πταίσωσί τι», Φιλήμ.) νεοελλ. είμαι ένοχος, υπαίτιος για κάτι, ευθύνομαι για κάτι («αυτός φταίει για το κακό … Dictionary of Greek
προσπταίω — και επικ. και δωρ. τ. ποτιπταίω Α 1. πληγώνω κάτι με την πρόσκρουση του πάνω σε κάτι άλλο («προσπταίσας τις τὸν πόδα», Πλούτ.) 2. προσκρούω, πέφτω πάνω σε κάτι, σκοντάφτω 3. (για πλοία) συντρίβομαι, ναυαγώ («ὡς προσπταισάντων τῶν πρώτων… … Dictionary of Greek