Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

περι-πλίσσομαι

См. также в других словарях:

  • περιπλίσσομαι — ΜΑ βάζω τα πόδια μου γύρω από κάτι ή σταυρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλίσσομαι «βαδίζω, βηματίζω»] …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»