Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

περι-πλάσσω

См. также в других словарях:

  • περιπλάσσω — και αττ. τ. περιπλάττω Α 1. πλάθω κάτι γύρω από κάτι άλλο, τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, προσκολλώ («οἱ πλάττοντες ἐκ πηλοῡ ζῷον ὑφιστᾱσι τῶν στερεών τι σωμάτων, εἶθ οὕτω περιπλάττουσιν», Αριστοτ.) 2. μτφ. μεταβάλλω («περιπλάσσειν τι χρηστοῑς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»