-
1 περι-πλάσσω
περι-πλάσσω, att. - ττω, herum, darüber kleben, anthun; περίπλασον αὐτοῖς ἔξωϑεν ἑνὸς εἰκόνα, Plat. Rep. IX, 588 d; περιπεπλασμέναι ψιμυϑίοις, geschminkt, Eubul. bei Ath. XIII, 557 e.
-
2 ἀμφι-περι-πλάσσω
ἀμφι-περι-πλάσσω, - πλασϑεῖσα νεφέλη Orph. Lith. 80, die sich ringsum gebildet hat.
-
3 περιπλάσσω
περι-πλάσσω, herum, darüber kleben, antun -
4 ἀμφιπεριπλάσσω
См. также в других словарях:
περιπλάσσω — και αττ. τ. περιπλάττω Α 1. πλάθω κάτι γύρω από κάτι άλλο, τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, προσκολλώ («οἱ πλάττοντες ἐκ πηλοῡ ζῷον ὑφιστᾱσι τῶν στερεών τι σωμάτων, εἶθ οὕτω περιπλάττουσιν», Αριστοτ.) 2. μτφ. μεταβάλλω («περιπλάσσειν τι χρηστοῑς … Dictionary of Greek