-
1 περι-πηχύνω
περι-πηχύνω, auf den Arm geben; med. auf den Arm nehmen, Callim. fr. 344.
-
2 περιπηχύνω
περι-πηχύνω, auf den Arm geben; med. auf den Arm nehmen
См. также в других словарях:
περιπηχύνω — Α (ποιητ. τ.) περιβάλλω κάποιον με τον βραχίονά μου, τόν παίρνω στην αγκαλιά μου, εναγκαλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πηχύνω (< πῆχυς)] … Dictionary of Greek