-
1 περιπετης
21) упавший или падающийτοῖς ὀρύγμασι π. γενέσθαι Plut. — попасть в рвы;
ἀμφὴ μέσσῃ π. Soph. — обхватив поперек (тело мертвой Антигоны)2) попавшийἔγχος περιπετές Aesch. — вонзившийся (в тело) меч;
ποιεῖν αὑτοῖς περιπετεῖς τοὺς πολεμίους Plut. — опрокинуть врагов друг на друга, т.е. привести их в замешательство;ἐμφυλίοις πολέμοις π. γενέσθαι Plut. — стать жертвой междоусобных войн;π. εἶναι τῇ χολῇ τῶν ἰάμβων (Ἀρχιλόχου) Luc. — быть мишенью желчных ямбов Архилоха;πόλις αὐτέ ἑαυτῇ π. γενομένη Plut. — город, охваченный внутренними раздорами;π. τῇ αἰτίᾳ τοῦ φόνου γενέσθαι Plut. — оказаться обвиненным в соучастии в убийстве3) закутанный(πέπλοισι Aesch.)
4) изменившийся к худшему, несчастный, неудачный(τὰ πρήγματα Her.)
περιπετεῖς ἔχειν τύχας Eur. — попасть в беду
См. также в других словарях:
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
χαμαιπετής — ές, ΝΜΑ χαμαίζηλος αρχ. 1. αυτός που έχει πέσει στο έδαφος («δόμοι... χαμαιπετεῑς», Αισχύλ.) 2. απλωμένος στο έδαφος («ἔπειτα φύλλων ἐλατίνων χαμαιπετῆ ἔστρωσε εὐνὴν πυρὸς φλογί», Ευρ.) 3. (για τον Έρωτα) χαμαιεύνης* 4. μτφ. αυτός που δεν φέρνει… … Dictionary of Greek
περιπετής — ές, Α 1. αυτός που πέφτει πάνω σε κάποιον και τόν καλύπτει ολόγυρα με το σώμα του, αυτός που περιβάλλει κάποιον 2. αυτός που περιπίπτει σε μια κατάσταση και ιδίως στη δυστυχία («μή με καταστήσῃς ἀηδεῑ καὶ δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ», Δημοσθ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… … Dictionary of Greek
αερο- — α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο , πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ. νεοελλ. αερό βιος, αερο δόνητος, αερο δρόμος, αερο ειδής, αερο μαχία, αερο μιγής, αερο μιχλώδης, αερο πέτης,… … Dictionary of Greek