-
1 περι-οχή
-
2 ἐμ-περι-οχή
ἐμ-περι-οχή, ἡ, das Darinenthaltensein, Cleomed. 1, 3.
-
3 περιοχή
-
4 περιοχη
ἥ1) окружность, оболочка(σφαίρας Plut.)
2) сумма, совокупностьπ. τῶν ὅλων Plut. — вселенная, мир
3) масса, тело(π. πυροειδής Plut.)
4) протяжение, распространение(αἱ τῶν ἐθνῶν περιοχαί Diod.)
5) периоха, извлечение из текста, выдержка(τῆς γραφῆς NT.)
-
5 ἐμπεριοχή
ἐμ-περι-οχή, ἡ, das Darinenthaltensein
См. также в других словарях:
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
περιοκωχή — ἡ, Α περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀκωχή, διπλασιασμένος τ. τού ὀχή (< ἔχω)] … Dictionary of Greek