-
1 περι-μάσσω
περι-μάσσω, att. - ττω, ringsum abwaschen oder reinigen, Plut. de superst. 3 u. a. Sp., von magischen Reinigungen.
-
2 περιμάσσω
περι-μάσσω, ringsum abwaschen oder reinigen, von magischen Reinigungen -
3 περιμασσω
атт. περιμάττω1) очищать, чистить(τοὺς ὀδόντας ὀθονίοις Plut.)
2) очищать волшебными средствами Plut.
См. также в других словарях:
περιμάσσω — Α 1. σκουπίζω γύρω γύρω, καθαρίζω ολόγυρα 2. καθαρίζω από μάγια, λύνω μάγια, ξορκίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μάσσω «σκουπίζω»] … Dictionary of Greek