-
1 περι-μενεαίνω
περι-μενεαίνω, sehr begehren, Ap. Rh. 1, 670. 771, in tmesi.
-
2 περιμενεαίνω
См. также в других словарях:
περιμενεαίνω — Α επιθυμώ με μανία να κάνω κάτι («περὶ δὲ μενέαιν ἀγορεῡσαι», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μενεαίνω «επιθυμώ»] … Dictionary of Greek