-
1 περι-μάδαρος
περι-μάδαρος, ringsum kahl, ohne Haare, Hippocr.
-
2 περιμάδαρος
περι-μάδαρος, ringsum kahl, ohne Haare
См. также в других словарях:
περιμάδαρος — ον, Α μαδαρός, εκλεπισμένος ολόγυρα («ἕλκεα περιμάδαρα, τὰ ἀνώμαλα καὶ ἄτυφα», Ερωτιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μαδαρός «μαλακός, φαλακρός»] … Dictionary of Greek