Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

περι-λιχνεύω

См. также в других словарях:

  • περιλιχνεύω — Α περιλείχω, τρώω με λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λιχνεύω «γλείφω» (< λίχνος)] …   Dictionary of Greek

  • λιχνεία — η (AM λιχνεία) [λιχνεύω] λαιμαργία σε φαγητό και ποτό («ὅ,τι περὶ λιχνείας καὶ ἀπληστίας ὄφελος», Λουκ.) μσν. αρχ. συν. στον πληθ. αἱ λιχνεῑαι ορεκτικά φαγητά, λειχουδιές …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»