-
1 περι-λιχνεύω
περι-λιχνεύω, von allen Seiten belecken, benaschen, Philo, zw.
-
2 λιχνεύω
λιχνεύω, belecken, benaschen, Suid.; λιχνεύων περὶ τὰς πέτρας Luc. Pisc. 48. – Med. lecker, ein Leckermaul sein, auch lüstern nach Etwas sein; Plut. sagt von Thucydides ἐκπληκτικὰ καὶ ταρακτικὰ πάϑη τοῖς ἀναγινώσκουσιν ἐνεργάσασϑαι λιχνευόμενος, de glor. Athen. 3.
-
3 περιλιχνεύω
περι-λιχνεύω, von allen Seiten belecken, benaschen
См. также в других словарях:
περιλιχνεύω — Α περιλείχω, τρώω με λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λιχνεύω «γλείφω» (< λίχνος)] … Dictionary of Greek
λιχνεία — η (AM λιχνεία) [λιχνεύω] λαιμαργία σε φαγητό και ποτό («ὅ,τι περὶ λιχνείας καὶ ἀπληστίας ὄφελος», Λουκ.) μσν. αρχ. συν. στον πληθ. αἱ λιχνεῑαι ορεκτικά φαγητά, λειχουδιές … Dictionary of Greek