-
1 περι-λακτίζω
περι-λακτίζω, mit den Füßen rings um sich schlagen, Clem. Al.
-
2 περιλακτίζω
См. также в других словарях:
περιλακτίζοντες — περί λακτίζω kick with the heel pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλακτίζω — Α λακτίζω από παντού, χτυπώ κλοτσώντας από όλες τις πλευρές, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λακτίζω «χτυπώ με το πόδι, κλοτσώ»] … Dictionary of Greek