-
1 περικυλιω
См. также в других словарях:
κυλίω — (AM κυλίω) κινώ κάτι περιστροφικά στο έδαφος, τσουλάω, κυλώ ή κάνω κάτι να κυλήσει, μετακινώ στριφογυρίζοντας («κυλίσατε λίθους ἐπὶ τὸ στόμα τοῡ σπηλαίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (συν. μέσ. ή παθ.) κυλίομαι και κυλιέμαι πέφτω προς τα κάτω κυλώντας 2. φρ … Dictionary of Greek
περιεκύλιον — περϊεκύλῑον , περί κυλίω roll imperf ind act 3rd pl περϊεκύλῑον , περί κυλίω roll imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλίει — περικυλί̱ει , περί κυλίω roll pres ind mp 2nd sg περικυλί̱ει , περί κυλίω roll pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλίουσι — περικυλί̱ουσι , περί κυλίω roll pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περικυλί̱ουσι , περί κυλίω roll pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλίουσιν — περικυλί̱ουσιν , περί κυλίω roll pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περικυλί̱ουσιν , περί κυλίω roll pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκύλιε — περϊεκύλῑε , περί κυλίω roll imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλιομένοις — περικυλῑομένοις , περί κυλίω roll pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλιομένους — περικυλῑομένους , περί κυλίω roll pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλιόμενα — περικυλῑόμενα , περί κυλίω roll pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλιόμενοι — περικυλῑόμενοι , περί κυλίω roll pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυλιόμενος — περικυλῑόμενος , περί κυλίω roll pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)