-
1 περι-κύμων
περι-κύμων, ον, umfluthet; νῆσος, Eur. Troad. 796; Archestr. bei Ath. I, 29 b.
-
2 περικύμων
περι-κύμων, ον, umflutet -
3 περικυμων
См. также в других словарях:
περικύμων — ον, Α (για νησί) αυτός που περιβάλλεται από κύματα («Σαλαμῑνος... νάσου περικύμονος οἰκήσας ἕδραν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κύμων (< κῦμα), πρβλ. αμφι κύμων] … Dictionary of Greek