-
1 περικοπτω
1) обрубать, отсекать(τὰ ἀκρωτήριά τινος Dem.)
τέν ῥῖνα καὴ τὰ ὦτα περικόψας Plut. — с обрубленными носом и ушами;τὰ περικοπέντα τῶν ἀγαλμάτων Plut. — неровности (неотделанных) статуй2) отрезать, отделятьἀπορρῶγι κρημνῷ περικοπτόμενος Plut. — отовсюду отрезанный крутым обрывом;
περικοπτόμενος τέν ἀγοράν Plut. — отрезанный от подвоза3) обрезать вокруг(τὰ βιβλία Luc.)
4) опустошать, разорять(χώραν Dem.)
5) грабить6) отбирать, отнимать(τὰ σιτηγά Plut.)
-
2 επικοπτω
1) (ударом сверху) поражать, убивать(βοῦν Hom.)
2) выбивать, чеканить(χαρακτῆρα Arst.)
3) укрощать, смирять(τοὺς πεφρονηματισμένους Arst.)
4) бранить, порицать(φιληδονίαν ἀκόλαστον Plut.; τὰ περί τινος εἰρημένα Diog.L.)
5) med. ударяя себя в грудь оплакивать(νεκρόν Eur.)
См. также в других словарях:
ευπερίκοπος — εὐπερίκοπος, ον και εὐπερίκοπτος, ον (Α) απλός, αυτός που δεν είναι τυπικός, που αποφεύγει τις μακρολογίες και τις τυπικές εκφράσεις («τὰς ἐντεύξεις εὐπερίκοπτος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί κοπος (< περι κόπτω), πρβλ. α περί κοπος] … Dictionary of Greek
ξυλοκόπος — (xylocopa). Υμενόπτερο έντομο της οικογένειας των απιδών. Πρόκειται για διάφορες μέλισσες που ακολουθούν μοναχικό τρόπο ζωής. Μοιάζουν με μεγάλες σφήκες και έχουν φτερά σταχτιά με θαλασσιές ανταύγειες, κεφάλι παχύ και φαρδύ και σώμα σκεπασμένο με … Dictionary of Greek