-
1 περι-κωμάζω
περι-κωμάζω, im κῶμος rings umherziehen, παλαίστρας, Ar. Vesp. 1025.
-
2 περικωμάζω
περι-κωμάζω, im κῶμος rings umherziehen
См. также в других словарях:
περικωμάζω — Α περιέρχομαι τους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κωμάζω «γυρίζω στους δρόμους χορεύοντας και τραγουδώντας»] … Dictionary of Greek