-
1 περικρατεω
См. также в других словарях:
περικεκρατηκέναι — περί κρατέω to be strong perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκράτει — περϊεκράτει , περί κρατέω to be strong imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκράτησας — περϊεκράτησας , περί κρατέω to be strong aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκράτησε — περϊεκράτησε , περί κρατέω to be strong aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκράτησεν — περϊεκράτησεν , περί κρατέω to be strong aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπερικρατῶν — ἐν , περί κρατέω to be strong pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐν περικρατέω have full command of pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)