Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

περι-κνίζω

См. также в других словарях:

  • περικνίζω — Α 1. κνίζω, τσιμπώ κάποιον ή κάτι από όλες τις πλευρές 2. μτφ. τσιμπολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κνίζω «ξύνω»] …   Dictionary of Greek

  • κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»