-
1 περι-καλλής
περι-καλλής, ές, um und um schön, sehr schön; Hom. von Menschen, wie Ἠερίβοια, Il. 5, 389, κούρη, 16, 85 Od. 11, 281; von Gliedern des Menschen, ϑεᾶς περικαλλέα δειρήν, Il. 3, 396, ὄσσε, Od. 13, 401. 433; von Sachen, φόρμιγξ, Il. 1, 603, κίϑαρις, Od. 1, 153, αὐλή, εὐνή, 425. 10, 147, u. oft bei δίφρος, βωμός, δῶμα, τεύχεα, δῶρα, νῆες u. ä.; von Männern zuerst H. h. Merc. 323. 397. 504; ὄσσα, Hes. Th. 10; περικαλλῆ Θεσμοφόρω, Ar. Thesm. 282; einzeln auch in Prosa, χώρη, Her. 7, 5, oft; u. bes. Sp., wie Plut., Luc. Nigr. 23. – Compar. περικαλλεστέρα Ath. XIII, 555 c, superl. περικαλλέστατος XV, 680 c.
-
2 περικαλλής
περι-καλλής, ές, um und um schön, sehr schön
См. также в других словарях:
ζακαλλής — ζακαλλής, ές (Α) πολύ ωραίος, ωραιότατος, περικαλλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + καλλής < κάλλος (πρβλ. α καλλής, περι καλλής)] … Dictionary of Greek
ημεροκαλλές — ἡμεροκαλλές, τὸ (Α) είδος κίτρινου κρίνου που ανθεί μόνο μία ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + καλλές (ουδ. τού β συνθετικού επιθέτων καλλής < κάλλος, πρβλ. ζα καλλής, περι καλλής] … Dictionary of Greek
λιθοκαλλής — λιθοκαλλής, ές (Α) αυτός που είναι φτειαγμένος από ωραίο λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + καλλής (< κάλλος) πρβλ. α καλλής, περι καλλής] … Dictionary of Greek
per-2 — per 2 English meaning: to go over; over Deutsche Übersetzung: “das Hinausfũhren about” Material: A. Dient as preposition, preverb and Adverb: a. per, peri (locative of Wurzelnomens) “vorwärts, in Hinausgehen, Hinũbergehen about … Proto-Indo-European etymological dictionary
περικαλλής — ές, ΝΜΑ (για πρόσ. και πράγμ.) πάρα πολύ ωραίος, πολύ όμορφος, πανώριος. επίρρ... περικαλλώς / περικαλλῶς ΝΜΑ με εξαιρετική ομορφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι* + καλλής (< κάλλος), πρβλ. υπερ καλλής] … Dictionary of Greek
περισσοκαλλής — ές, Α εξαιρετικά ωραίος, περικαλλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + καλλής (< κάλλος), πρβλ. περι καλλής] … Dictionary of Greek
υπερκαλλής — ές, ΜΑ εξαιρετικά όμορφος, πανέμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + καλλής (< κάλλος), πρβλ. περι καλλής] … Dictionary of Greek