-
1 περιιαπτω
поражать вокругπερὴ θυμὸς ἰάφθη Theocr. — вся душа смятена (v. l. πυρὴ θυμὸς ἰάφθη)
См. также в других словарях:
περιιάπτω — Α τραυματίζω από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἰάπτω «ρίπτω, εξακοντίζω»] … Dictionary of Greek
1 περιιαπτω
περὴ θυμὸς ἰάφθη Theocr. — вся душа смятена (v. l. πυρὴ θυμὸς ἰάφθη)
περιιάπτω — Α τραυματίζω από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἰάπτω «ρίπτω, εξακοντίζω»] … Dictionary of Greek