-
1 περιελισσω
атт. περιελίττω, ион. περιειλίσσω1) обертывать, обматывать, обвивать(βιβλίον τοξεύματος παρὰ - v. l. περὴ - γλυφίδας Her.; τὰ δένδρα τινί Arst.)
2) проводить вокруг, располагать кольцеобразно(διαδρομὰς τοῖς οἰκητηρίοις Plut.)
3) плутовать
См. также в других словарях:
περιελίσσω — ΝΜΑ τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο νεοελλ. 1. ναυτ. περιβάλλω, τυλίγω με λεπτή δετηρία άλλο χοντρότερο σχοινί, κν. πατερνάρω 2. φρ. «περιελισσόμενα φυτά» τα αναρριχώμενα φυτά αρχ. 1. περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάτι 2. κατασκευάζω γύρω … Dictionary of Greek