-
1 περι-δρύπτω
περι-δρύπτω, rings herum zerkratzen, pass., ἀγκῶνάς τε περιδρύφϑη, Il. 23, 395, sie wurde zerfleischt am Ellenbogen.
-
2 περιδρύπτω
περι-δρύπτω, rings herum zerkratzen; pass., ἀγκῶνάς τε περιδρύφϑη, sie wurde zerfleischt am Ellenbogen
См. также в других словарях:
περιδρύπτω — Α 1. ξεφλουδίζω, αφαιρώ ολόγυρα τον φλοιό 2. καταξεσχίζω γύρω γύρω («ἐκ δίφροιο παρὰ τροχὸν ἐξεκυλίσθη, ἀγκῶνάς τε περιδρύφθη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δρύπτω «ξεσχίζω, ξεφλουδίζω»] … Dictionary of Greek