-
1 περι-βεβλημένως
περι-βεβλημένως, adv. part. perf. pass. von περιβάλλω, umkleidet, gekleidet (?).
-
2 περιβεβλημένως
περι-βεβλημένως, umkleidet, gekleidet
1 περι-βεβλημένως
περι-βεβλημένως, adv. part. perf. pass. von περιβάλλω, umkleidet, gekleidet (?).
2 περιβεβλημένως