-
1 περι-ασθμαίνω
περι-ασθμαίνω, umhauchen, tief athmen, keuchen, Heliod. 8, 9.
-
2 περιασθμαίνω
περι-ασθμαίνω, umhauchen, tief atmen, keuchen
См. также в других словарях:
περιασθμαίνω — Α 1. ασθμαίνω ολόγυρα 2. αναπνέω με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀσθμαίνω «αναπνέω με δυσκολία»] … Dictionary of Greek
περιήσθμαινε — περϊήσθμαινε , περί ἀσθμαίνω breathe hard imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)