-
1 περιῤ-ῥαίνω
περιῤ-ῥαίνω (s. ῥαίνω), ringsumher besprengen, benetzen, βωμούς, Ar. Lys. 1130.
-
2 περιῤῥαίνω
περιῤ-ῥαίνω, ringsumher besprengen, benetzen -
3 разбрызгать
ρ.σ.μ.1. περιρραντίζω, περιρ-ραίνω• ψεκάζω• πιτσιλίζω.2. καταναλώνω ψεκάζοντας.περιρραντίζομαι κλπ. ρ.μ.