-
1 περιῤ-ῥέμβομαι
περιῤ-ῥέμβομαι, herumschweifen, herumirren (?).
-
2 περιῤῥέμβομαι
περιῤ-ῥέμβομαι, herumschweifen, herumirren
См. также в других словарях:
περιρ(ρ)εμβαύσαι — και περιρ(ρ)εμβεῡσαι Α (κατά τον Ησύχ.) «περιφθαρῆναι». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ρέμβομαι] … Dictionary of Greek
περιρ(ρ)έμβομαι — Α (αποθ.) περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («μὴ περιρέμβου ζητοῡσα θεόν»,Ζώσ.).· [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥέμβομαι «περιφέρομαι, περιπλανιέμαι»] … Dictionary of Greek